- φαιοφύκη
- Ομάδα φυκών που λέγονται επίσης και φαιόφυτα. Το φαιό χρώμα τους, που είναι περισσότερο ή λιγότερο σκούρο ή ωχρώδες, οφείλεται στην παρουσία μιας ειδικής χρωστικής ουσίας, της φυκοξανθίνης, της οποίας το χρώμα επικρατεί στο χρώμα της χλωροφύλλης που υπάρχει επίσης στα φ. Έχουν θαλλό (φυτικό σώμα) εμφανή, και μεταξύ των φυτών είναι αυτά που αποκτούν τις μεγαλύτερες διαστάσεις. Η μορφή τους ποικίλλει, αλλά συχνά φέρουν ένα είδος ρίζας (ριζοειδή) και έναν βλαστό (θαλλό) με μέρη παρόμοια με φύλλα (φυλλοειδή) ή πεπλατυσμένο, όπως στις λαμινάριες. Ο βλαστός στηρίζεται, καμιά φορά, εκτός από τα φυλλοειδή, και από μικρά σωμάτια, παρόμοια με καρπούς, που περικλείνουν τα όργανα αναπαραγωγής (φύκος ο κυστοειδής) ή από αεροκύστεις που τον διευκολύνουν να επιπλέει. Όταν είναι πολύ ανεπτυγμένα και πυκνά, τα φ. σχηματίζουν πραγματικά υποβρύχια δάση· ένα τυπικό παράδειγμα παρουσιάζεται στη θάλασσα των Σαργασσών στον κεντρικό Ατλαντικό.
Τα φαιοφύκη χαρακτηρίζονται γενικά από το φαιό χρώμα τους, στο οποίο και οφείλουν την ονομασία τους. Εδώ, εικονίζεται το ίδιο φυτό σε πλήρη ανάπτυξη. Τα φαιοφύκη σχηματίζουν συχνά πραγματικά υποβρύχια δάση, αδιαπέραστα από όσους επιχειρούν υποβρύχιες καταδύσεις.
* * *τα, Νβοτ. κλάση καστανόχρωμων φυκών, η μόνη τής διαίρεσης φαιόφυτα, που περιλαμβάνει 1.500 περίπου είδη πολυκύτταρων φυκών τα οποία, στη μεγάλη τους πλειονότητα, είναι θαλάσσια και αφθονούν στα ψυχρά νερά κατά μήκος τών ηπειρωτικών ακτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phaeophyceae < φαιός + φύκος].
Dictionary of Greek. 2013.